- στριμωχτός
- [стримохтос] επ сжатый, сдавленный, втиснутый, затиснутый.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
στριμωχτός — ή, ό, Ν βλ. στρυμωχτός … Dictionary of Greek
στριμωχτός — ή, ό επίρρ. ά στριμωγμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρυμωχτός — και στριμωχτός, ή, ό, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. αυτός που έχει στρυμωχτεί, πεπιεσμένος 2. δεκτικός συμπίεσης. επίρρ... στρυμωχτά και στριμωχτά Ν με στρυμωχτό τρόπο, συμπιεστά … Dictionary of Greek